στομαχέλαιο

στομαχέλαιο
το, Ν
βιολ. ελαιώδες περιεχόμενο τού στομάχου τών περισσότερων άλμπατρος, το οποίο εκτοξεύουν τα πουλιά με δύναμη, όταν απειληθούν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”